- εναθλώ
- (-έω) (AM ἐναθλῶ)1. υπομένω, αντέχω ως αθλητής («ὑπὲρ Χριστοῡ ἐναθλῶν», Μηναία)2. (με απρμφ.) επιχειρώ («τὸ πόλισμα ἐνήθλει λαβεῑν»)3. αγωνίζομαι, πολεμώαρχ.ασκούμαι, γυμνάζομαι σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.